Από την Θεοδώρα Εμμ. Παπαδάκη
Δικηγόρο Αθηνών
DEA και DEE Eυρωπαϊκού Δικαίου
Υποψ. Βουλευτής ΠΑΣΟΚ στην Α΄ Αθήνας

Αναστολή Δικηγορίας
Το ίδιο άρθρο του Κώδικα περί Δικηγόρων (το άρ. 62) που προβλέπει τα ασυμβίβαστα, προβλέπει και την αναστολή του λειτουργήματος του Δικηγόρου για τους Υπουργούς, Υφυπουργούς, Γεν. Γραμματείς, Νομάρχες, Δημάρχους, Διεθυντές των νπδδ και των υπουργικών γραφείων. Θέσεις, δηλαδή, πολιτικές και επί θητεία.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να προβλέπεται σε νόμους ή π.δ. η θέση σε αναστολή Δικηγόρων, που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά και αλλού, π.χ. σε Ανεξάρτητες Αρχές (όπως η Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και ο Συνήγορος του Πολίτη), ενώ ασκούν νομικά καθήκοντα, χωρίς να υπάρχει για την αναστολή συγκεκριμένος ευσταθής λόγος, παρά μόνο η υπαλληλοποίησή τους.
Αυτό όμως είναι εντελώς αντίθετο με το ρόλο και τη φύση του δικηγορικού επαγγέλματος, αφού:
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, που εξειδικεύει την προαναφερθείσα διάταξη, απαγορεύεται η ανάληψη από τον δικηγόρο οποιασδήποτε έμμισθης υπηρεσίας, ως <<απάδουσα εις την ανεξαρτησίαν αυτού, επιτρεπομένης μόνον κατ’ εξαίρεσιν της επί παγία, μηνιαία ή ετησία αμοιβή παροχής καθαρώς νομικών υπηρεσιών ως δικαστικού ή νομικού συμβούλου ή δικηγόρου>> (Α.Π.. 1205/1978 ΝοΒ 27 920, ΣτΕ 1845/1985 ΝοΒ 1983 201, Α.Π. 672/1991 ΔΕΝ 1992 133, Α.Π. 941/1992 ΔΕΝ 1994 511, ΣτΕ 3664/1996 ΔΕΝ 55 99. Επίσης βλ. Ν. Γεωργιάδου, η σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρων, ΔΕΝ 1999 σελ. 1489 επ.).
Για το λόγο αυτό, ρητώς ορίζεται στο άρθρο 83 του π.δ. 410/88 <<Κώδικας Προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου του Δημοσίου>>, ότι τα σχετικά με τους νομικούς συνεργάτες που απασχολούνται στο Δημόσιο διέπονται από τις κείμενες γι’ αυτούς διατάξεις, δηλαδή τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων.
Σημειώνεται, ότι η παροχή νομικών υπηρεσιών με σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου έχει κριθεί ότι είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του δικηγόρου και συνεπάγεται τη διαγραφή του από τα οικεία μητρώα.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η σχέση που διέπει το Δημόσιο με τους δικηγόρους πρέπει να ερμηνεύεται πάντοτε υπό το πρίσμα της ιδιαιτερότητας του δικηγορικού λειτουργήματος.
Εξάλλου, η υπαγωγή του δικηγόρου στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη δεν συμβιβάζεται προς την αποστολή του δικηγορικού λειτουργήματος, αφού αυτός πρέπει να είναι ελεύθερος να εκφράζει την νομική του άποψη, σύμφωνα με το σύνταγμα και το νόμο.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους δικηγόρους που εργάζονται στις Ανεξάρτητες Αρχές, στο μέτρο βέβαια που παρέχουν δικηγορικές υπηρεσίες.
Η μη πρόβλεψη της αναστολής του δικηγορικού λειτουργήματος για όσους δικηγόρους απασχολούνται σε αντίστοιχες θέσεις στο Δημόσιο, στις Ανεξάρτητες Αρχές ή αλλού, θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της παροχής υψηλής ποιότητας υπηρεσιών, δεδομένου ότι η εμπειρία και η πρακτική επαφή με τη δικηγορική ύλη συντελεί στη βελτίωση της νομικής σκέψης και τον εμπλουτισμό των γνώσεων του δικηγόρου.
Η επαφή των δικηγόρων που απασχολούνται σε δημόσιους φορείς με την κοινώς νοούμενη δικηγορική πρακτική, αφενός δεν τους αποκόπτει από τα συμβαίνοντα στον ευρύτερο χώρο της απονομής της δικαιοσύνης και αφετέρου αφήνει περιθώρια επανένταξής τους στο ελεύθερο επάγγελμα, διασφαλίζοντας έτσι την ανεξαρτησία τους.
Για να αποφευχθεί, λοιπόν, η υπαλληλοποίηση δικηγόρων και η αλλαγή, έτσι, σιγά – σιγά της φιλοσοφίας που διέπει το δικηγορικό επάγγελμα – λειτούργημα, προτείνεται η πρόσθεση διάταξης στον Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία να απαγορεύει τη θέση σε αναστολή Δικηγόρων, όπου και αν αυτοί παρέχουν υπηρεσίες, εάν εκτελούν αμιγώς νομικά καθήκοντα.
Η δε εργασιακή σχέση τους, όπως και αν αυτή χαρακτηρίζεται, από συμβάσεις ή διατάξεις, να θεωρείται σχέση έμμισθης εντολής.
Δώρα Παπαδάκη

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ